- βλάσται
- βλάστηgrowthfem nom/voc plβλάστᾱͅ , βλάστηgrowthfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλάστη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.180 μ., 645 κάτ.) στην πρώην επαρχία Εορδαίας του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα βόρεια του νομού και στις βόρειες επίσης πλαγιές του Ασκιού. Αποτελεί έδρα της κοινότητας Βλάστης. * * * βλάστη, η (Α) 1. ο βλαστός 2. φρ … Dictionary of Greek